τσουβάλι — το (λ. τουρκ.) 1. σακί από καννάβι ή από τεχνητή ύλη. 2. μτφ., το περιεχόμενο αυτού του σακιού, η ποσότητα που μπορεί να χωρέσει σ αυτό: Ένα τσουβάλι αλεύρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσουβαλιά — η, Ν η ποσότητα που χωρεί σε ένα τσουβάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσουβάλι + κατάλ. ιά (πρβλ. κουταλ ιά)] … Dictionary of Greek
τσουβαλιάζω — Ν [τσουβάλι] 1. βάζω στο τσουβάλι («τσουβαλιάζω τα άχυρα») 2. μτφ. α) παραπλανώ, εξαπατώ κάποιον («τόν τσουβάλιασαν» β) συλλαμβάνω και φυλακίζω («τούς τσουβάλιασαν όλους χθες το βράδυ καθώς έπαιζαν χαρτιά») … Dictionary of Greek
τσουβαλιά — η ποσότητα υλικού που χωράει στο τσουβάλι, όσο χωράει ένα τσουβάλι: Μια τσουβαλιά ζάχαρη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-αλάκι — Γλωσσ. κατάληξη ουδετέρων υποκοριστικών τής Ν. Ελληνικής που αποσπάστηκε από υποκοριστικά ουσιαστικά σε άλι πρβλ. κουτάλι κουταλάκι, μαγκάλι μαγκαλάκι, πορτοκάλι πορτοκαλάκι, στραγάλι στραγαλάκι, τσουβάλι τσουβαλάκι. Έτσι, προήλθε η επαυξημένη… … Dictionary of Greek
σάκος — (I) ο σάκκος, ΝΜΑ, και αττ. τ. σάκος Α 1. είδος στενόμακρης θήκης από ύφασμα ή δέρμα ή από άλλο υλικό σήμερα, ανοιχτή στο επάνω μέρος, που χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση, φύλαξη και μεταφορά διαφόρων χύμα πραγμάτων, σακί, τσουβάλι (α.… … Dictionary of Greek
σακί — το / σακκίον, ΝΑ, και αττ. τ. σακίον Α [σάκ(κ)ος] (με υποκορ. σημ.) μικρός σάκος νεοελλ. 1. (χωρίς υποκοριστική σημ.) σάκος που χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση, φύλαξη ή μεταφορά διάφορων χύμα αντικειμένων, τσουβάλι 2. (κατ επέκτ.) το… … Dictionary of Greek
ţuhal — ţuhál (sac) s. m., pl. ţuháli Trimis de siveco, 10.08.2004. Sursa: Dicţionar ortografic ţuhál, ţuháli, s.m. (reg.) sac mare pentru boabe de porumb. Trimis de blaurb, 24.03.2007. Sursa: DAR ţuhál ( li), s.m. – (Mold., Bucov.) Sac. tc … Dicționar Român
σακί — το σάκος, τσουβάλι, και το περιεχόμενό του: Ένα σακί αλεύρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σβαρνίζω — σβάρνισα, σβαρνίστηκα, σβαρνισμένος 1. συντρίβω τους σβόλους και σιάζω το χωράφι. 2. ρίχνω κάτω και σέρνω κάποιον ή κάτι: Τον έριξε κάτω και τον σβάρνισε στο χώμα. – Μη σβαρνίζεις το τσουβάλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)